ιερονίκης — Επωνυμία που έδιναν στον αθλητή που είχε νικήσει σε έναν από τους τέσσερις ιερούς αθλητικούς αγώνες της αρχαιότητας: τα Ολύμπια, τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεα. Αργότερα ο τίτλος δινόταν σε όσους νικούσαν στους γυμνικούς και στους μουσικούς… … Dictionary of Greek
ἱερονίκης — ἱερον̱ίκης , ἱερονίκης conqueror in the games masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερονικώ — ἱερονικῶ, έω (Α) [ιερονίκης] είμαι ιερονίκης* … Dictionary of Greek
ἱερονίκας — ἱερον̱ίκᾱς , ἱερονίκης conqueror in the games masc acc pl ἱερον̱ίκᾱς , ἱερονίκης conqueror in the games masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek
ἱερονικῶν — ἱερον̱ικῶν , ἱερονίκης conqueror in the games masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερονίκαισιν — ἱερον̱ίκαισιν , ἱερονίκης conqueror in the games masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερονίκου — ἱερον̱ίκου , ἱερονίκης conqueror in the games masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)